Του Franck Latty, Καθηγητή Δικαίου στο Université Paris 13, Sorbonne Paris Cité
Αποσπάσματα από άρθρο στο Annuaire Français de Relations Internationales, Vol. X 2009
Ελεύθερη απόδοση από τα γαλλικά, σύνθεση των αποσπασμάτων και προσθήκες: Διεθνολόγος
Διαβάστε το πρωτότυπο άρθρο εδώ
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν συνιστούν απλά ένα αθλητικό γεγονός. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες αποτελούν αναπόσπατο μέρος των διεθνών σχέσεων. Και παρότι η πτυχή τους αυτή αγνοείται, οι Ολυμπιακοί Αγώνες έχουν επίσης μία νομική διάσταση που δεν αφορά αποκλειστικά το στενό κύκλο των διοργανωτών και των συμμετεχόντων σε αυτούς, ούτε ακόμα μόνο τους ειδικούς του αθλητικού δικαίου, αλλά θα έπρεπε να ενδιαφέρει όλους τους διεθνολόγους.
Πράγματι, όπως κάθε κοινωνικό φαινόμενο, οι Ολυμπιακοί Αγώνες έχουν ανάγκη το δίκαιο για να υπάρχουν, να επιβιώνουν και να ακμάζουν. Ως εκ τούτου, το δημόσιο διεθνές δίκαιο, ερμηνευόμενο ως το σύνολο των κανόνων που διέπουν τη διεθνή κοινότητα, οφείλει να πλαισιώνει του Ολυμπιακούς Αγώνες δεδομένου του διεθνούς χαρακτήρα τους, αφού η οργάνωσή τους βασίζεται στην εκπροσώπηση διαφόρων εθνών και στην αναγκαιότητα ύπαρξης ενός ενιαίου κανονιστικού πλαισίου για τους διαγωνιζόμενους που θα συμβαδίζει με την υποχώρηση του δικαίου της διοργανώτριας χώρας.
Κατ’αρχήν, το διεθνές δίκαιο δεν έχει περιορισμένο αντικείμενο, αλλά διαθέτει την πλαστικότητα να ρυθμίσει οποιαδήποτε μορφή δραστηριότητας εμείς θελήσουμε να του υποβάλλουμε. Ωστόσο, το ζήτημα των Ολυμπιακών Αγώνων, από την αναβίωσή τους έως και σήμερα, ξεφεύγει σε μεγάλο βαθμό από τον έλεγχο του διεθνούς δημόσιου δικαίου. Ουσιαστικά, οι Ολυμπιακοί Αγώνες διέπονται από τους κανόνες που θεσπίζει ένα πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ), η οποία απολαμβάνει μεγάλη αυτονομία έναντι των κρατών. Με άλλα λόγια, όσον αφορά στους Ολυμπιακούς Αγώνες, o lex sportiva υπερέχει του ius gentium.
[Και υπάρχει εξήγηση γι’ αυτό]. Η αναβίωση των Αγώνων της αρχαιότητας το 1894 συνέβη χωρίς καμία (δια)κρατική παρέμβαση. Προέκυψε κατόπιν μιας ιδιωτικής συνάντησης της αριστοκρατίας του αθλητισμού της εποχής με πρωτοβουλία του βαρώνου Pierre de Coubertin. Η ευθύνη της διοργάνωσης των σύγχρονων Αγώνων αποδόθηκε ευθύς εξαρξής στη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή. Πέραν του ιδρυτικού της κειμένου, της Ολυμπιακής Χάρτας, η ΔΟΕ έθεσε σε εφαρμογή ένα πραγματικό σύστημα διεθνικού δικαίου, ρυθμιστικό ολόκληρου του ολυμπιακού κινήματος. Η Επιτροπή μετατράπηκε έτσι στο κεντρικό όργανο της παγκόσμιας αθλητικής νομικής τάξης.
Έτσι, η οργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων ρυθμίζεται από την Ολυμπιακή Χάρτα και τους παράγωγους κανόνες των οργάνων της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής σε όλες του τις λεπτομέρειες, [αφήνοντας στο περιθώριο κάθε κρατική παρέμβαση]. Μάλιστα, το άρθρο 59 της Χάρτας φτάνει στο σημείο να αποκλείει την παρέμβαση της κρατικής δικαιοσύνης, προβλέποντας την υπαγωγή «κάθε διαφοράς που προκύπτει επ’ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων ή σε σχέση με αυτούς» «αποκλειστικά στο Διαιτητικό Αθλητικό Δικαστήριο» (με εξαίρεση την προσφυγή για ακύρωση της απόφασης στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Ελβετίας).
Στην περίπτωση που ο lex olympica έρχεται σε αντίθεση με το δίκαιο της διοργανώτριας χώρας (π.χ. αναφορικά με την είσοδο των αθλητών στο εθνικό έδαφος ή την ελεύθερη κυκλοφορία των απαραίτητων για τη διοργάνωση εμπορευμάτων και κεφαλαίων), η Ολυμπική Χάρτα προβλέπει ότι «η εθνική κυβέρνηση της χώρας κάθε υποψήφιας πόλης πρέπει να υποβάλει στη ΔΟΕ μία νομικά δεσμευτική πράξη με την οποία η εν λόγω κυβέρνηση θα εγγυάται και θα δεσμεύεται ότι η χώρα και οι δημόσιες αρχές της θα συμμορφωθούν με την Ολυμπιακή Χάρτα και θα τη σεβαστούν» (αρ.34.3). Μολονότι είναι προφανές πως η διάταξη αυτή – ενός κειμένου ιδιωτικού δικαίου - προσβάλλει την κρατική κυριαρχία, ο ανταγωνισμός για το δικαίωμα ανάληψης της διοργάνωσης της Ολυμπιάδας είναι τόσο έντονος που τα κράτη δεν διστάζουν καθόλου να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις της ΔΟΕ εν προκειμένω!
Η δέσμευση του κράτους να υποβάλει το εσωτερικό του δίκαιο σε έναν εξωτερικό κανονισμό, ακολουθεί μία διαδικασία διαφορετική από τους παραδοσιακούς μηχανισμούς του δημόσιου διεθνούς δικαίου. Δεν πρόκειται, στην πραγματικότητα, για μία συμβατική δέσμευση προϊόν ελεύθερης διαπραγμάτευσης και συναίνεσης, αλλά για μία μονομερή πράξη της κυβέρνησης, προσαρτημένη στο συμβόλαιο που συνάπτεται ανάμεσα στη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή και στην πόλη που τα μέλη της Επιτροπής επέλεξαν να φιλοξενήσει τους Αγώνες. Το δημόσιο διεθνές δίκαιο δεν έχει λόγο. Το συμβόλαιο δεν συνδέει τη ΔΟΕ με το κράτος αλλά με τη διοργανώτρια πόλη και διέπεται από το ελβετικό ιδιωτικό δίκαιο.
Ο lex olympica είναι, λοιπόν, παντοδύναμος όσον αφορά στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αποτελεί, κατ’εικόνα του εκκλησιαστικού δικαίου, δίκαιο ιδιωτικής προέλευσης με διεθνική εμβέλεια, ευρέως αυτόνομο έναντι των κρατών κι εκ φύσεως ξένο στο δημόσιο διεθνές δίκαιο.
Εξάλλου, το Δίκαιο των Ολυμπιακών Αγώνων δεν μπορεί να συνδεθεί με το διεθνές δίκαιο ούτε με αφετηρία το νομικό καθεστώς του οργάνου που τον παρήγαγε (ΔΟΕ). Διότι το ολυμπιακό δίκαιο δεν είναι προϊόν ενός διεθνούς οργανισμού που δημιουργήθηκε βάσει μιας διακρατικής συνθήκης. Ενώπιον του διεθνούς δικαίου, η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή δεν αποτελεί παρά μία Μη Κυβερνητική Οργάνωση.
[Από μια άλλη οπτική γωνία, και τα ίδια τα κράτη, παρότι η κυριαρχία τους το επιτρέπει, φαίνεται να απέχουν από διαδικασίες πλαισίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων με κανόνες διεθνούς δικαίου]. Την εποχή της αναβίωσης των Αγώνων, όταν το διεθνές δίκαιο μπρούσε ακόμα να οριστεί ως «το δίκαιο που διέπει τις σχέσεις ανάμεσα σε κυρίαρχα κράτη», είναι ευνόητο πως ένα τέτοιο γεγονός δεν συγκέντρωνε το συλλογικό ενδιαφέρον των κρατών.
[Η αλήθεια είναι ότι το νομικό πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων δεν παρουσίαζε σημαντικά χάσματα και όταν αυτό συνέβαινε, οι κανονισμοί των αθλητικών ομοσπονδιών κάλυπταν τα κενά. Δεν χρειάστηκε, λοιπόν, και δεν θα μπορούσαμε άλλωστε να φανταστούμε] τον ΟΗΕ να λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με τη μορφή ή το βάρος της μπάλας του μπάντμιντον ή τα κράτη να συνάπτουν μια Συνθήκη για το ύψος του φιλέ του βόλεϋ.
[Ακόμη κι όταν η διεθνής κοινότητα έδειξε κάποιο ενδιαφέρον πλαισίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων απο το διεθνές δίκαιο], η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή δεν διατίθετο να παραχωρήσει τα κεκτημένα της στα κράτη, επικαλούμενη την αναγκαιότητα διατήρησης των Αγώνων εκτός της πολιτικής αρένας. Έτσι, οι προσπάθειες σύνδεσης της ΔΟΕ με την Κοινωνία των Εθνών κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου απέβησαν μάταιες.
Τα κράτη άργησαν πολύ να αντιληφούν τη γεωπολιτική σημασία του αθλητισμού. Το διεθνές αθλητικό δίκαιο, που άρχισε σταδιακά να διαμορφώνεται από τη δεκαετία του 1970, παραμένει ακόμα σε εμβρυακή μορφή. Περιορίζεται δε κυρίως στη δράση μερικών διεθνών οργανισμών (συγκεκριμένα του ΟΗΕ, της ΟΥΝΕΣΚΟ και του Συμβουλίου της Ευρώπης) και σε καθορισμένους τομείς όπως το απαρτχάιντ στον αθλητισμό (A/RES/32/105 M, Διεθνής Διακήρυξη ενάντια στο απαρτχάιντ στον αθλητισμό, 1977 ; A/RES/40/64, Διεθνής Σύμβαση ενάντια στο απαρτντχάιντ στον αθλητισμό, 1985), τη βία στα γήπεδα (Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τη βία και την ανάρμοστη συμπεριφορά των θεατών στις αθλητικές διοργανώσεις, ιδιαιτέρως στους αγώνες ποδοσφαίρου, Συμβούλιο της Ευρώπης, Στρασβούργο, 19 Αυγούστου 1985, STE 120), την πάλη ενάντια στο ντόπινγκ (Σύμβαση κατά του ντόπινγκ, Συμβούλιο της Ευρώπης, Στρασβούργο, 16 Νοεμβρίου 1989, STE 135 ; Διεθνής Σύμβαση κατά του ντόπινγκ στον αθλητισμό, UNESCO, Παρίσι, 25 Οκτωβρίου 2005).
[Όσον αφορά σε άλλες διακρατικές πρωτοβουλίες, δύο είναι εκείνες που ενδεχομένως επηρεάζουν άμεσα το ολυμπιακό δίκαιο]: Η Τρίτη Συνδιάσκεψη των Υπουργών Αθλητισμού του Συμβουλίου της Ευρώπης (Palma de Mallorca, 8-10 Απριλίου 1981) «καλεί τις διεθνείς αθλητικές οργανώσεις» να είναι πιο ανοικτές στις αναπτυσσόμενες χώρες, «να ρυθμίσουν τις προϋποθέσεις χορήγησης ή ανάκλησης των αδειών διοργάνωσης διεθνών αθλητικών εκδηλώσεων», καθώς και «να μειώσουν την υπέρμετρη χρήση εθνικών συμβόλων (π.χ σημαιών κι εθνικών ύμνων) και την εκμετάλλευση των διεθνών αθλητικών εκδηλώσεων για εθνικιστικούς σκοπούς». Η δε Απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών για τον αθλητισμό ως μέσο προώθησης της εκπαίδευσης, της υγείας, της ανάπτυξης και της ειρήνης «καλεί τα κράτη μέλη και τις διεθνείς αθλητικές οργανώσεις να βοηθήσουν τις αναπτυσσόμενες χώρες» (A/RES/63/135,2009). Εν τούτοις, οι παραπάνω αποφάσεις δεν έχουν δεσμευτική ισχύ.
Ομοιοτρόπως, σπανιότατες είναι οι περιπτώσεις που κανόνες του διεθνούς δικαίου έρχονται σε σύγκρουση με το ολυμπιακό δίκαιο. Το καλύτερο παράδειγμα αποτελεί η Απόφαση 757 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (S/RES/757/1992, παρ. 8b). Σύμφωνα με αυτή, τα κράτη μέλη του οργανισμού «θα λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για να εμποδίσουν τη συμμετοχή σε αθλητικές διοργανώσεις που διεξάγονται στο έδαφός τους ατόμων ή ομάδων που εκπροσωπούν την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (Σερβία-Μαυροβούνιο)». Αν και η απόφαση δεν δέσμευε ούτε τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή ούτε τη χώρα στην οποία εδρεύει (Η Ελβετία έγινε μέλος του ΟΗΕ αργότερα, το 2002), δέσμευε ωστόσο την Ισπανία, η οποία εκείνη τη χρονιά θα διοργάνωνε τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης. Έτσι, από τη μία η Ισπανία ήταν υποχρεωμένη να αποκλείσει τους Γιουγκοσλάβους αθλητές, και από την άλλη η Ολυμπιακή Επιτροπή της Γιουγκοσλαβίας διατηρούσε κάθε δικαίωμα, βάσει της Ολυμπιακής Χάρτας, να στείλει τους αθλητές της να αγωνιστούν. Τελικά, η Επιτροπή Κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας δέχθηκε το συμβιβασμό που πρότεινε η ΔΟΕ να συμμετάσχουν οι Γιουγκοσλάβοι αθλητές, όχι με τα χρώματα της χώρας τους, αλλά ως μια «ανεξάρτητη ομάδα» υπό την ολυμπιακή σημαία.
Από την άλλη, είναι βέβαιο ότι ο lex olympica δεν μπορεί να αγνοεί το κοινοτικό δίκαιο. Δεδομένου ότι η Συνθήκη ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας νίκησε τον lex sportiva της FIFA στην περίπτωση της απόφασης «Bosman» (CJCE, «Bosman», aff. C-415/93, 15 Δεκ. 1995, Rec. CJCE, 1995, p. I-4921), δεν αποκλείεται και οι κανόνες του ολυμπιακού δικαίου να υποστούν ανάλογη ήττα σε περίπτωση που παραβιάσουν αδικαιολόγητα τις απαιτήσεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μάλιστα, στην απόφαση «Meca Medina» του 2006, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έκρινε εαυτό αρμόδιο να εξετάζει τους κανονισμόυς της ΔΟΕ αναφορικά με το ευρωπαϊκό δίκαιο ανταγωνισμού (CJCE, « Meca-Medina et Majcen », aff. C-519/04 P, 18 Ιουλ. 2006, Rec. CJCE, 2006, p. I-6991).
Με το ίδιο σκεπτικό, δεν θα μπορούσαμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο της αμφισβήτησης του ολυμπιακού δικαίου από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εάν αυτό διαπίστωνε παραβίαση των διατάξεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Το δίκαιο των Ολυμπιακών Αγώνων θα μπορούσε, για παράδειγμα, να έρθει αντιμέτωπο με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στην περίπτωση που θα θίγονταν τα θεμελιώδη δικαιώματα ενός αθλητή που συμμετέχει στους Αγώνες. Παρότι μόνο ένα κράτος θα μπορούσε να κριθεί ως υπεύθυνο για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του αθλητή (π.χ. η διοργανώτρια χώρα ή η Ελβετία ως έδρα της ΔΟΕ) κι όχι άμεσα η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή, είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι αυτή θα επέτρεπε την ύπαρξη στη νομική της τάξη ενός κανόνα ασυμβίβαστου με την ΕΔΑΔ.
Η προσέγγιση Ολυμπιακών Αγώνων και διεθνούς δικαίου είναι πρόσφατο φαινόμενο. Δεν οφείλεται στο ενδιαφέρον των κρατών να θέσουν υπό τον έλεγχό τους το νομικό πλαίσιο των Αγώνων. Προέρχεται ουσιαστικά από πρωτοβουλίες της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, η οποία, απο ωφελιμιστική σκοπιά, θεώρησε πως το διεθνές δίκαιο ήταν σε θέση να προστατεύσει τους Αγώνες, κυρίως από τα μποϋκοτάζ, διαρκώς παρόντα κατά τις δεκαετίες 1970-1980.
Η αρχική ιδέα σύναψης μιας πολυμερούς Σύμβασης υπό την αιγίδα του ΟΗΕ για την προστασία των Ολυμπιακών Αγώνων εγκαταλήφθηκε λόγω του φόβου αποτυχίας των διαπραγματεύσεων. Στη συνέχεια, η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή εργάστηκε για την υιοθέτηση ενός Ψηφίσματος της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών. Η ΔΟΕ υπέβαλε, λοιπόν, στις κυβερνήσεις ένα προσχέδιο Ψηφίσματος που συνέταξε η ίδια, με το οποίο η Γενική Συνέλευση θα καλούσε «τα κράτη μέλη να προστατεύουν τον εορτασμό των Ολυμπιακών Αγώνων». Τελικά, εξαιτίας της μικρής κρατικής υποστήριξης, η ΔΟΕ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την ιδέα υιοθέτησης ενός κανόνα διεθνούς δικαίου, έστω και μη δεσμευτικού χαρακτήρα, που θα απέτρεπε τα κράτη να μποϋκοτάρουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Εξάλλου, η προσέγγιση των Ολυμπιακών Αγώνων με το διεθνές δίκαιο είναι αποτέλεσμα της σύγχρονης τάσης «ιδιωτικοποίησης» του διεθνούς δικαίου. Ενώ παραδοσιακά υποκείμενά του είναι τα κράτη και τα δημιουργήματα αυτών (π.χ. διεθνείς οργανισμοί), τα άτομα κατακτούν όλο και περισσότερο αυτή τη θέση. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει, εξάλλου, το ρόλο των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων στη διαμόρφωση και στον έλεγχο της εφαρμογής του διεθνούς δικαίου, ενώ κάποιες από αυτές έχουν ήδη κατοχυρώσει διεθνή νομική προσωπικότητα, όπως η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού. Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή προσπαθεί κι εκείνη να αποκτήσει ένα όμοιο status. Στο πλαίσιο αυτό, υπογράφει συμφωνίες συνεργασίας με διεθνείς οργανισμόυς όπως ο ΟΗΕ, η ΟΥΝΕΣΚΟ, ο ΠΟΥ κ.α., καθώς και με κυρίαρχα κράτη όπως η Ελβετία και η Ελλάδα.
Η προσωπικότητα των αξιωματούχων της ΔΟΕ κατά τις τελευταίες δεκαετίες δεν είναι άσχετη με την εξέλιξη αυτή. Ο Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ [Πρόεδρος της ΔΟΕ από το 1980 έως το 2001] είχε υπηρετήσει ως Ισπανός διπλωμάτης, ενώ ο Σενεγαλέζος Keba Mbaye [Αντιπρόεδρος της ΔΟΕ από 1988 έως το 1992] ήταν παράλληλα και δικαστής του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης.
[Επιπροσθέτως, η αναγέννηση της «Ολυμπιακής Εκεχειρίας» ενίσχυσε τη σχέση των Ολυμπιακών Αγώνων με το διεθνές δίκαιο. Έχει γίνει πλέον παράδοση (από το 1993) η υιοθέτηση κάθε δύο έτη (πριν τους θερινούς και τους χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες) ενός Ψηφίσματος από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών που καλεί τα κράτη μέλη του Οργανισμού να «συνεργαστούν με τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή και τη Διεθνή Παρολυμπιακή Επιτροπή στην προσπάθειά τους να χρησιμοποιήσουν τον αθλητισμό ως μέσο προώθησης της ειρήνης, διαλόγου και συμφιλίωσης σε περιοχές συγκρούσεων κατά τη διάρκεια και πέραν των περιόδων των Ολυμπιακών και Παρολυμπιακών Αγώνων». Το Ψήφισμα για την Ολυμπιακή Εκεχειρία κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου ήταν το πρώτο που υπεγράφη από όλα τα 193 κράτη μέλη του ΟΗΕ (A/RES/66/5, 2011)]
[Τέλος, οι περιστασιακές αναφορές της Ολυμπιακής Χάρτας στο διεθνές δίκαιο δίνουν νέα πνοή στη σχέση του με τους Ολυμπιακούς Αγώνες.] Η παλαιότερη έκδοση της Ολυμπιακής Χάρτας (έως την αναθεώρηση του 1996) επέτρεπε στη ΔΟΕ να αναγνωρίζει εθνικές ολυμπιακές επιτροπές που ασκούσαν δικαιοδοσία σε περιοχές με αμφισβητούμενη κρατική υπόσταση. Αντιμέτωπη με έναν αυξανόμενο αριθμό αιτήσεων αναγνώρισης εθνικών ολυμπιακών επιτροπών και μπροστά στον κίνδυνο δημιουργίας μιας διεθνούς αθλητικής κοινότητας διακριτής από τη διεθνή πολιτική και νομική κοινότητα κρατών, η ΔΟΕ αποφάσισε να αναθεωρήσει το ολυμπιακό δίκαιο. Σύμφωνα με το αναθεωρημένο άρθρο 31 της Ολυμπιακής Χάρτας, η δημιουργία «μιας εθνικής ολυμπιακής επιτροπής πρέπει να αντιστοιχεί στα εδαφικά όρια και την παραδοσή της χώρας της», η τελευταία ερμηνευόμενη ως «ένα κράτος ανεξάρτητο, αναγνωρισμένο από τη διεθνή κοινότητα». Έτσι, πλεον η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή αρνείται να αναγνωρίσει μια ΕΟΕ που δεν αντιστοιχεί σε ένα κυρίαρχο κράτος όπως αυτό ορίζεται από το δημόσιο διεθνές δίκαιο.
Μολαταύτα, οι προηγουμένως αναγνωρισμένες εθνικές ολυμπιακές επιτροπές, ακόμη κι αν δεν ανταποκρίνονται στα καινούρια κριτήρια, διατήρησαν το δικαίωμά τους να αποστέλλουν αθλητές στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Έτσι, διεθνής και ολυμπιακή κοινότητα δεν ταυτίζονται πλήρως, [με την πρώτη να αριθμεί σήμερα 193 μέλη και τη δεύτερη 204. Συγκεκριμένα, περιοχές με μη αναγνωρισμένη κρατική υπόσταση που λαμβάνουν μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες είναι η Ταϊβάν, η Παλαιστίνη, η Αμερικανική Σαμόα, το Γκουάμ, το Πουέρτο Ρίκο, οι Αμερικανικές Παρθένοι Νήσοι, οι Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι, οι Βερμούδες, οι νήσοι Καϋμάν, η Αρούμπα, το Χονγκ Κονγκ και τα νησιά Κουκ. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το νεότερο κράτος μέλος του ΟΗΕ (14 Ιουλίου 2011), το Νότιο Σουδάν, δεν πρόλαβε να συστήσει την Εθνική του Ολυμπιακή Επιτροπή και συνεπώς δεν συμμετέχει στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012. Ωστόσο, έγινε αποδεκτό να συμμετάσχει ένας αθλητής του Νότιου Σουδάν, ο μαραθωνοδρόμος Guor Marial, ως ανεξάρτητος αθλητής με τα χρώματα της ολυμπιακής σημαίας.]
[Όλα τα παραπάνω καθιέρωσαν μια σταθερή σχέση ανάμεσα στο διεθνές δίκαιο και στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η παρουσία, ωστόσο, του διεθνούς δικαίου εντοπίζεται στην περιφέρεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Με άλλα λόγια, το διεθνές δίκαιο λειτουργεί εν προκειμένω μόνο ως ένα συμπληρωματικό στον lex olympica νομικό πλαίσιο. Μια τάση διείσδυσης του διεθνούς διαίου στην καρδιά των Ολυμπιακών Αγώνων αποκαλύπτουν οι πρόσφατες δύο Συμβάσεις της ΟΥΝΕΣΚΟ (2005) και του Συμβουλίου της Ευρώπης (1989) κατά του ντόπινγκ στον αθλητισμό, τα οποία είναι τα μόνα διεθνή κείμενα που θεωρητικά «ανταγωνίζονται» τον lex olympica. Ουσιαστικά, το ολυμπιακό δίκαιο παραμένει παντοδύναμο σε ότι αφορά τους Ολυμπιακούς Αγώνες.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.