Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

Ο θεσμός της αναγνώρισης στο Διεθνές Δίκαιο και το Εθνικό Μεταβατικό Συμβούλιο της Λιβύης


Η σημαία της Λιβύης (αριστερά) και αυτή που προτείνει το Μεταβατικό Συμβούλιο (δεξιά)
   Η κρατική υπόσταση εξαρτάται από τη σωρευτική ύπαρξη τριών θεμελιωδών συστατικών στοιχείων: Δεν είναι δυνατό να υπάρξει κράτος χωρίς μόνιμο λαό, προσδιορισμένο έδαφος και ανεξάρτητη από εξωτερικούς παράγοντες εξουσία. Ωστόσο, για να αποκτήσει ένα κράτος δικαιώματα (και υποχρεώσεις) σε διεθνές επίπεδο, να γίνει δηλαδή υποκείμενο του διεθνούς δικαίου, απαιτείται η αποδοχή του από τα υπόλοιπα μέλη της διεθνούς κοινότητας. Η αποδοχή αυτή εκφράζεται με την πράξη της αναγνώρισης, με την οποία τα υπόλοιπα κράτη αναγνωρίζουν ουσιαστικά ένα κράτος ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο, ισότιμο με αυτά (αρχή της κρατικής ισότητας).

   Θεωρητικά, ένα κράτος αναγνωρίζει ένα άλλο όταν θεωρεί πως αυτό πληροί τις παραπάνω προϋποθέσεις που εθιμικά θέτει το διεθνές δίκαιο. Στην πράξη, η αναγνώριση γίνεται για πολιτικούς και γεωπολιτικούς λόγους, γι’ αυτό συναντάται και με τον όρο «διπλωματική αναγνώριση», που κατ’ ουσία εκφράζει μια πρόθεση σύναψης διπλωματικών σχέσεων. Συνήθως συμβαίνει de jure, δηλαδή με μια μονομερή δικαιοπραξία ή με μια διεθνή σύμβαση, αλλά μπορεί να γίνει και de facto, για παράδειγμα με την έναρξη εμπορικών σχέσεων. Βασικά, επειδή πολλές πράξεις μπορούν να θεωρηθούν ως de facto αναγνώριση, όπως π.χ. η υποδοχή ενός επίσημου απεσταλμένου του εν λόγω κράτους, οι κυβερνήσεις φροντίζουν συνήθως να δηλώνουν εκ των προτέρων τη σημασία που αποδίδουν στην εκάστοτε πράξη.

   Η περίπτωση της Λιβύης υπάγεται στο ειδικότερο ζήτημα της αναγνώρισης κυβερνήσεων.
Όπως αναφέραμε παραπάνω, η εξουσία-κυβέρνηση είναι μία από τις προϋποθέσεις αναγνώρισης του ίδιου του κράτους. Συνεπώς, η αναγνώριση ενός κράτους σημαίνει αυτόματα και την αναγνώριση της κυβέρνησής του. Αλλά οι κυβερνήσεις αλλάζουν συχνά και μερικές φορές, όπως στη Λιβύη, με μη θεσμικούς τρόπους (π.χ. επανάσταση). Τότε η διεθνής κοινότητα πρέπει (χρησιμοποιούμε το ρήμα καταχραστικά, διότι δεν υπάρχει σαφής υποχρέωση που να απορρέει από το διεθνές δίκαιο) να τοποθετηθεί ως προς την αναγνώριση του νέου καθεστώτος. Η κατάσταση στη Λιβύη είναι ακόμα πιο περίπλοκη, δεδομένου ότι το παλαιότερο καθεστώς (Καντάφι) συνυπάρχει με το νέο (Εθνικό Μεταβατικό Συμβούλιο της Λιβύης).

   Τα ερωτήματα που τίθενται στη διεθνή κοινότητα είναι τα ακόλουθα: Ποιο καθεστώς έχει τη νομιμοποίηση του λαού; Ποιο καθεστώς ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο στο λαό και στην επικράτεια του κράτους και ποιο είναι πιθανότερο να συνεχίσει να τον ασκεί; Ποιο εκπροσωπεί καλύτερα την κρατική ανεξαρτησία; Είναι σαφές ότι οι απαντήσεις της διεθνούς κοινότητας δεν είναι αντικειμενικές και ομοιόμορφες, αλλά διαφοροποιούνται ανάλογα με τις πολιτικές σκοπιμότητες.

   Τον τελευταίο καιρό, ο ελληνικός και διεθνής Τύπος μας ενημερώνει για την «αναγνώριση του Εθνικού Μεταβατικού Συμβουλίου της Λιβύης» από το τάδε ή το δείνα κράτος. Ο όρος αναγνώριση χρησιμοποιείται συλλήβδην, χωρίς να γίνεται διάκριση αν το εκάστοτε κράτος προέβη στην πραγματική νομική αναγνώριση της κυβέρνησης των επαναστατημένων ή αν απλά εξέφρασε την άποψή του για το νομικό status του Συμβουλίου είτε την πολιτική του στήριξη, πράξεις (οι τελευταίες) που δεν παράγουν κανένα έννομο αποτέλεσμα.

   Συνέπεια αυτής της γενίκευσης είναι τα αντιφατικά δημοσιεύματα. Δείτε για παράδειγμα εδώ το άρθρο του BBC που στον τίτλο του αναφέρεται σε «αναγνώριση (από τη Γαλλία) των επαναστατών ως νόμιμη κυβέρνηση της χώρας», ενώ στο κείμενό του μιλά για «νόμιμο εκπρόσωπο της Λιβύης», που κι αυτό είναι λάθος όπως θα δούμε παρακάτω, αφού στην πραγματικότητα η Γαλλία αναγνώρισε το Συμβούλιο ως «νόμιμο εκπρόσωπο του λιβυκού λαού», όπως αποκαλύπτει εδώ το γαλλικό κρατικό ραδιόφωνο.

   Ο Τύπος, λοιπόν, δεν κάνει διάκριση ούτε μεταξύ της αναγνώρισης του Συμβουλίου ως (αποκλειστικού) νόμιμου εκπροσώπου του λαού της Λιβύης ή ως νόμιμης κυβέρνησης του λιβυκού κράτους. Αλλά η διάκριση αυτή έχει μεγάλη σημασία όσον αφορά στο διεθνές δίκαιο. Διότι η πρώτη περίπτωση δεν δίνει κυριαρχικά δικαιώματα στο Εθνικό Μεταβατικό Συμβούλιο της Λιβύης, όπως δεν σημαίνει αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους η αναγνώριση της PLO, όπως άλλωστε δε σήμαινε τη δημιουργία ελληνικού κράτους η αναγνώριση το 1823 από την Αγγλία των Ελλήνων ως εμπόλεμου έθνους και το άνοιγμα διαύλου επικοινωνίας με το Εκτελεστικό (Κυβέρνηση των επαναστατημένων Ελλήνων).

   Στην πρώτη αυτή περίπτωση, το Εθνικό Μεταβατικό Συμβούλιο θεωρείται η de facto κυβέρνηση της Λιβύης, ωστόσο το καθεστώς του Καντάφι δεν χάνει το διεθνές νομικό του status και παραμένει η de jure κυβέρνηση του κράτους. Γι’ αυτό το λόγο, τα κράτη που αναγνωρίζουν την κυβέρνηση της Βεγγάζης ως εκπρόσωπο του λιβυκού λαού συνεχίζουν να διατηρούν διπλωματικές σχέσεις με την κυβέρνηση της Τρίπολης (Δείτε και πάλι στο παραπάνω άρθρο του γαλλικού ραδιοφώνου ότι ο Καντάφι απείλησε με διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με το Παρίσι επειδή αυτό άνοιξε «διπλωματική αντιπροσωπεία» στη Βεγγάζη). Αντίθετα, η περίπτωση αναγνώρισης του Συμβουλίου ως νόμιμου εκπροσώπου του λιβυκού κράτους σημαίνει αυτόματα την άρση της αναγνώρισης του καθεστώτος Καντάφι ως de jure κυβέρνηση.

   Αφού επισημάναμε αυτά τα σημεία που συνήθως παραγνωρίζονται, μπορούμε να προβούμε σε δύο παρατηρήσεις. Παρά τον αναμφίβολα σκληρό και δικτατορικό χαρακτήρα του καθεστώτος Καντάφι, μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Λιβύης συνεχίζει να τον στηρίζει, ιδιαίτερα οι βεδουίνοι της ερήμου από τους οποίους κατάγεται και ο ίδιος. Συνεπώς, δεν είναι ακόμα σαφές ποια πλευρά απολαμβάνει τη μεγαλύτερη εσωτερική νομιμοποίηση, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχουν στη χώρα και άλλες μικρότερες πολιτικές δυνάμεις. Στην περίπτωση που αποδειχθεί ότι το Μεταβατικό Συμβούλιο δεν απολαμβάνει τη στήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού της Λιβύης, η αναγνώριση του ως του αποκλειστικού εκπροσώπου του λαού θα συνιστά παραβίαση της αρχής της μη ανάμιξης στα εσωτερικές υποθέσεις ξένου κράτους, την οποία επιβάλλει ο Χάρτης του ΟΗΕ, με προεκτάσεις διεθνούς ευθύνης για τα κράτη που προέβησαν σε αυτή την πράξη.

   Περαιτέρω, όσο ο έλεγχος των επαναστατών περιορίζεται στο ανατολικό τμήμα της χώρας και οι δυνάμεις του Καντάφι παραμένουν στην πρωτεύουσα Τρίπολη και στο δυτικό τμήμα γενικότερα, το Εθνικό Μεταβατικό Συμβούλιο της Λιβύης δεν είναι δυνατό να αναγνωριστεί παρά μόνο ως η de facto κυβέρνηση στο έδαφος το οποίο ελέγχει αποτελεσματικά. Κι εδώ μια βιαστική αναγνώριση του Συμβουλίου ως de jure κυβέρνηση της Λιβύης θα σήμαινε, υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου, παράνομη επέμβαση στα εσωτερικά της χώρας.

Με καφέ χρώμα το έδαφος το οποίο ελέγχει επί του παρόντος το Μεταβατικό Συμβούλιο, με πράσινο εκείνο που ελέγχει το καθεστώς του Καντάφι και με μπλε οι περιοχές όπου ο έλεγχος δεν είναι προσδιορισμένος


   Δεδομένης της παραπάνω προβληματικής, η διεθνής κοινότητα παραμένει διστακτική αναφορικά με την αναγνώριση του Εθνικού Μεταβατικού Συμβουλίου της Λιβύης. Αντ’ αυτής, προτιμούν να εκφράζονται προσεκτικά, χαρακτηρίζοντας το Συμβούλιο ως «νόμιμο, πολιτικό, αξιόπιστο, έγκυρο κ.λπ. συνομιλητή, εταίρο κ.λπ.» εκ μέρους του λιβυκού λαού. Εκφράσεις που ο μελετητής του διεθνούς δικαίου αντιλαμβάνεται πως στερούνται νομικής αξίας και παραπέμπουν περισσότερο σε πολιτική υποστήριξη.

   Έτσι εξηγείται και το γεγονός πως τα κράτη αυτά στέλνουν στη Βεγγάζη «ειδικούς διπλωματικούς αντιπροσώπους, επιτετραμμένους, απεσταλμένους» και όχι πρέσβεις (άσχετα με το αν οι απεσταλμένοι έχουν πράγματι αυτό το βαθμό), ενώ ανοίγουν γραφεία συνδέσμους (liaison offices) κι όχι πρεσβείες. Ο διπλωματικός χαρακτήρας αυτών των αποστολών είναι ουσιαστικά ανεπίσημος, καθώς οι επίσημες διπλωματικές σχέσεις θα επέφεραν αυτόματα και την επίσημη αναγνώριση της νέας κυβέρνησης, όπως προκύπτει από τη Σύμβαση της Βιέννης του 1961 για τις διπλωματικές σχέσεις (Δείτε το κείμενο της Σύμβασης εδώ).

   Είναι τελικά αξιοπρόσεκτο το πόσο μεγάλη σημασία δίνεται στους κανόνες του διεθνούς δικαίου σε ένα κατά τα άλλα εξαιρέτως πολιτικό ζήτημα διεθνών σχέσεων. Είναι, εξάλλου, ενδεικτικό για το προσεκτικό λεξιλόγιο που οι ιθύνοντες της εξωτερικής πολιτικής, αλλά και οι διεθνολόγοι πρέπει να χρησιμοποιούν. Για την πληρότητα του άρθρου, σημειώνουμε πως η Ελλάδα έχει από το Μάιο ανοίξει ένα γραφείο συνδέσμου στη Βεγγάζη, «διότι ο ρόλος της Ελλάδας είναι να συνομιλεί, να συζητά με όλες τις πλευρές σε αυτή την κρίση» (Διαβάστε εδώ τη δήλωση του πρώην ΥΠΕΞ Δ. Δρούτσα).

       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...